Στο άκουσμα μιας απρόσμενης απώλειας οι άνθρωποι σοκάρονται. Το απροσδόκητο τους ταράζει. Τις περισσότερες φορές όταν πεθαίνει κάποιος, η πρώτη ερώτηση που κάνει ο κόσμος είναι τι έγινε και από τι προκλήθηκε η απώλεια; Υπήρχε πρόβλημα υγείας; Το γνώριζαν; Ήταν ατύχημα;
Τι μας προσφέρουν άραγε αυτές οι ερωτήσεις και που αποσκοπούν; Δεν είναι η περιέργεια, αλλά η ανάγκη για ενημέρωση. Γιατί αυτή η ενημέρωση και η πληροφόρηση μας προσφέρει ασφάλεια και ένας είδος ελέγχου πάνω στην δική μας ζωή. Κατά κάποιο τρόπο μειώνουμε στο μυαλό μας τις πιθανότητες κάτι τέτοιο, απρόσμενο να συμβεί και σε εμάς, γιατί δεν πληρούνται οι παράγοντες. Λέμε ήταν οι συγκυρίες ή υπήρχε συγκεκριμένο θέμα υγείας… Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε ένα είδος ανακούφισης ή δεν σκεφτήκαμε «Α, είχε πρόβλημα με την καρδιά του…», στον χαμό κάποιου; Αυτή η ανακούφιση έρχεται ως αποτέλεσμα της σκέψης «Εφόσον εγώ δεν έχω αυτή την πάθηση, είμαι ασφαλής!» Έστω κι αν αυτή η ασφάλεια είναι ψευδής ως ένα βαθμό...
Οι άνθρωποι συχνά κρύβουμε τις επίπονες συναισθηματικές μας εκφράσεις από τους άλλους , αντί να τις αποκαλύπτουμε και να τις συζητάμε που πιθανόν θα βοηθούσε περισσότερο.
Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί αφηγούμενοι τον πόνο για οποιοδήποτε γεγονός μας έχει πληγώσει, τον ξαναζούμε, κι αυτό είναι ένας πρόσθετος πόνος που σε κανέναν δεν αρέσει να βιώνει. Επιπλέον αποκαλύπτοντας τον πόνο μας , νοιώθουμε ότι φανερώνουμε στους άλλους ένα κομμάτι του εαυτού μας που δεν αξίζει να μοιραστούμε ή δεν είναι επιθυμητό να μοιραστεί. Αυτό το κομμάτι συνήθως συνοδεύεται από ντροπή, αμηχανία, φόβο, καθώς κι αναγκαστικά ψέματα. Έτσι οι περισσότεροι αντί να αποδομούμε τον πόνο μας ώστε να τον ξεπερνάμε , απλώς συμπεραίνουμε ότι είναι προτιμότερο να τον αφήσουμε στην άκρη....
Είναι λογικό κι ανθρώπινο ότι μας πονάει να το αποφεύγουμε. Ιδιαίτερα όταν αυτό που μας πονάει έρχεται από εμάς τους ίδιους, όπως για παράδειγμα ένα άσχημο συναίσθημα όπως ο φόβος. Σε κάθε τέτοια περίπτωση «θάβουμε» το άσχημο συναίσθημα και συνεχίζουμε να λειτουργούμε σαν να μην υπήρξε ποτέ. Στην αρχή αυτό το καταφέρνουμε δυσκολότερα, με τον καιρό όμως μας γίνεται ολοένα κι ευκολότερο. Ότι θάβουμε όμως, δεν σταματά να υπάρχει. Κι επιπλέον μαθαίνοντας τον εαυτό μας να θάβει το αρνητικό συναίσθημα, εκπαιδεύεται τελικά να θάβει οποιοδήποτε συναίσθημα μας. Κι αυτό δεν είναι καθόλου καλό ούτε για εμάς, ούτε για τους γύρω μας.
Για να έρθουμε σε καλύτερη επαφή με τον συναισθηματικό εαυτό μας , πρώτα από όλα πρέπει να αναγνωρίσουμε τις αυτοματοποιημένες εκείνες αντιδράσεις που μας κάνουν να θάβουμε στην δεδομένη στιγμή αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα. Συνήθως είναι ένας καλυμμένος θυμός , που εκφράζεται είτε με κάποιον εθισμό (πχ εξουδετερώνω το δυσάρεστο συναίσθημα με φαγητό το οποίο είναι μεν ανθυγιεινό αλλά το απολαμβάνω τόσο πολύ που δεν μπορώ να αντισταθώ) , είτε με μια ψυχαναγκαστική συμπεριφορά (θα πάω για ψώνια για πολλοστή φορά μέσα στον μήνα παρόλο που δεν έχω συγκεκριμένες ανάγκες, πολλές φορές αγοράζοντας πράγματα που δεν χρειάζομαι), είτε με μια ένταση την οποία θα προσπαθήσω να περάσω στο περιβάλλον με μια μορφή επικριτικής συζήτησης από μεριάς μου , η οποία ακόμα κι αν ενοχλήσει τους γύρω μου εμένα με κάνει να αισθανθώ καλύτερα ή με την αποζήτηση προσοχής με λάθος τρόπο που θα επιβαρύνει την σχέση μου και θα έχει αντίκτυπο στην εξέλιξή της...
Το τελευταίο διάστημα έχουν γίνει γνωστά τουλάχιστον πέντε περιστατικά εγκατάλειψης βρεφών. Κάποια ήταν «τυχερά» να βρεθούν ζωντανά και εγκαταλελειμμένα σε καρότσια, πυλωτές και εξώπορτες σπιτιών, και άλλα δυστυχώς νεκρά πεταμένα σε σακούλες σκουπιδιών μέσα σε κάδους ή ακάλυπτους. Τι συμβαίνει αλήθεια στην κοινωνία μας και πόσο νοσεί, ώστε να έχει γίνει η εγκατάλειψη ενός παιδιού επιλογή μιας μάνας; Δεκαεννιάχρονες και 20χρονες μητέρες ανέτοιμες να αναλάβουν αυτό το ρόλο οδηγούνται σε αυτή την πράξη, πολλές φορές χωρίς να το γνωρίζει ούτε η ίδια τους η οικογένεια και ο κοντινός τους περίγυρος. Τι δείχνει αυτό για τον θεσμό της ελληνικής οικογένειας και πόση ψυχοπαθολογία μπορεί να κρύβει μέσα της;
Είναι πολύ θλιβερό μία γυναίκα να έχει αυτήν την επιλογή ή να οδηγείται σε αυτή την επιλογή, χωρίς να υπάρχει καθοδήγηση και στήριξη τόσο συναισθηματική όσο και πρακτική (οικονομική, κοινωνική κ.α.) από την πυρηνική οικογένεια και τους κοντινούς άλλους. Υπάρχει όντως τόση αποξένωση και απομάκρυνση μέσα οικογένεια και ανάμεσα στα μέλη της;...
Όλοι μας συμμετέχουμε εύκολα σε κάποιες συζητήσεις , και δύσκολα σε κάποιες άλλες. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί κάποιες συζητήσεις μας κάνουν να αισθανόμαστε άβολα. Αυτό οφείλεται κυρίως σε ένα ψυχολογικό δίλλημα που αντιμετωπίζει κάθε άνθρωπος εισερχόμενος σε μια δυσάρεστη συζήτηση (Emma Levine, University of Chicago 2019) : θέλει να είναι καλός άνθρωπος αλλά ταυτόχρονα θέλει να υποστηρίξει την άποψη του. Θέλει να είναι ευγενικός αλλά ταυτόχρονα δεν θα συμφωνήσει με κάτι που του φαίνεται άδικο.Αυτή η σύγκρουση μπορεί να έχει έναν μόνο νικητή κάθε φορά, για αυτό και ο ασφαλέστερος δρόμος για τον καθένα μας, είναι η αποφυγή της δυσάρεστης συζήτησης.
Η αποφυγή δεν γίνεται πάντοτε ούτε ευθέως αλλά ούτε και κυριολεκτικά. Πολλές φορές γίνεται με έμμεσους τρόπους όπως αυτόν της παράλειψης (θα συμμετέχω στην συζήτηση παραλείποντας τις κύριες πληροφορίες που θα επιφέρουν ένταση και πιθανόν σύγκρουση....
Τι κάνει πραγματικά έναν άνθρωπο ικανό επαγγελματία; Και τι φέρνει την επαγγελματική επιτυχία;
Οι πετυχημένοι διευθυντές, μάνατζερ και οι CEO μεγάλων εταιριών με πετυχημένα brands έχουν μια κοινή αλλά πολύ βασική ικανότητα: Ξέρουν να εντοπίζουν τα δυνατά σημεία των συνεργατών τους και κατά επέκταση των υπαλλήλων τους, και να τα αξιοποιούν στο έπακρο.
Σε κάθε περίπτωση που νοιώθουμε άγχος και στρες , κάνουμε πράγματα που θα μας ανακουφίσουν από αυτό. Μπορεί να είναι μια συζήτηση για ένα πρόβλημα που δεν είναι δικό μας, ή η κατανάλωση αλκοόλ ή πρόσκαιρη υπερφαγία και άλλα πολλά. Όλα αυτά είναι περιπτώσεις βιωματικής αποφυγής , η οποία στους περισσότερους συμβαίνει σχεδόν αυτόματα και άκριτα. Ως βιωματική αποφυγή ορίζουμε την συμπεριφορική απροθυμία να βιώσουμε δυσάρεστα εσωτερικά συναισθήματα και την ενεργητική προσπάθεια για την αλλαγή, την μείωση ή την εξάλειψή τους (Forsyth and Eifert 1996). Προφανώς κι αυτός ο μηχανισμός όπως περιγράφεται λειτουργεί, αλλιώς δεν θα το κάναμε. Λειτουργεί όμως πάντα; Και ποιες οι επιπτώσεις του εάν υπάρχουν;
Πέρα από την οργανική κούραση , η οποία με τον σημερινό τρόπο ζωής είναι περίπου αυτονόητη για τον καθένα, υπάρχει και μια άλλη μορφή κούρασης , πιο εξουθενωτική και δυσκολότερα αντιμετωπίσιμη. Είναι η συναισθηματική κούραση της οποίας οι επιδράσεις λειτουργούν συσσωρευτικά και με μεγαλύτερη σε εύρος χρονική διάρκεια. Είναι ακόμη δυσκολότερη από την σωματική κούραση γιατί η αντιμετώπισή της απαιτεί ισχυρότερα μέσα και για περισσότερο χρόνο.
Μία κακοποιητική σχέση μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, και με τον όρο κακοποίηση δεν εννοούμε απαραίτητα σωματική βία, αλλά και συναισθηματική, λεκτική ή ψυχολογική βία, η οποία υπάρχει μέσα σε μία σχέση. Φυσικά σε μία σχέση μπορούν να υπάρχουν και άλλες μορφές κακοποίησης όπως είναι η οικονομική ή κοινωνική κ.α. Στην παρούσα φάση όμως θα ήθελα να πραγματευτούμε την έννοια της εξοικείωσης και το πόσο σημαντικό ρόλο παίζει στην διαιώνιση του κύκλου της κακοποίησης.
Η λέξη αλεξιθυμία αναφέρεται στην ανικανότητα και δυσκολία ενός ανθρώπου να αναγνωρίσει , να εκφράσει και να περιγράψει τα συναισθήματά του. Το άτομο με αλεξιθυμία πολλές φορές δίνει την εικόνα του συναισθηματικά αδιάφορου συντρόφου, ο οποίος τις περισσότερες φορές δυσκολεύεται να καλύψει τις συναισθηματικές ανάγκες της/του συντρόφου του, κάτι το οποίο δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα μέσα σε μία σχέση ή ένα γάμο. Η στάση του αυτή παρερμηνεύεται δημιουργώντας μία σωρεία προβλημάτων.
Το άτομο με αλεξιθυμία δυσκολεύεται σε μεγάλο βαθμό να μιλήσει σε κάποιον για το πώς αισθάνεται, να του εκφράσει την αγάπη του, το ενδιαφέρον του, να επικοινωνήσει την κατανόηση του προς τον άλλον, αποφεύγει να εμπλέκεται σε πιο βαθιές συζητήσεις, κυρίως αυτές που έχουν να κάνουν με συναισθηματικές αναλύσεις και αισθάνεται άβολα ακόμα και όταν αυτές οι συζητήσεις προέρχονται από κάποιον άλλον ή κάποιος άλλος του εκφράζει τα συναισθήματά του. Προσοχή! Οι αλεξιθυμικοί μπορούν να νιώσουν συναισθήματα! Δυσκολεύονται όμως να τα επεξεργαστούν και να τα εκφράσουν.