Η πλειοψηφία των ανθρώπων σήμερα στην ερώτηση ποιος είσαι θα απαντήσουν με την ιδιότητά τους. Είμαι γιατρός, είμαι δικηγόρος, είμαι δάσκαλος, είμαι υπάλληλος, είμαι άνεργος. Πολύ φυσιολογικά πλέον προσδιορίζουμε τον εαυτό μας μονολεκτικά και κυρίως βάση του επαγγέλματος που κάνουμε , πιστεύοντας ή υιοθετώντας ότι η ιδιότητα μας είναι και η ταυτότητα μας. The workism (ο εργατισμός σε μια ελεύθερη μετάφραση) είναι η κοινωνική τάση εκείνη που ενισχύει την πεποίθηση ότι η εργασία δεν είναι μόνο απαραίτητη για την οικονομική ανάπτυξη, προσωπική και διευρυμένη, αλλά και το κεντρικό κομμάτι στην προσωπική ταυτότητα του ατόμου και στον σκοπό ζωής του. Για αυτό και οποιαδήποτε πολιτική προώθηση της ανθρώπινης ευημερίας πάντα ενθαρρύνει την περισσότερη δουλειά. Η περισσότερη δουλειά όμως απαιτεί και περισσότερες ώρες, που αυτόματα μειώνονται από τις εναπομείνασες διαθέσιμες του ατόμου, και τελικά η όλη θεωρία οδηγείται σε μια αυτοεκπλήρωση αφού πλέον το μόνο ταυτόχρονα χρήσιμο, απαραίτητο κι αναγκαίο είναι η δουλειά. Κι ως μόνο πεδίο ατομικής διάδρασης , γίνεται πλέον και το μόνο κομμάτι ευχαρίστησης, το μοναδικό που λαμβάνει ο καθένας επιβράβευση για τον εαυτό του.
Τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς, βλέπουμε όλο και πιο συχνά ανθρώπους να οδηγούνται στην αυτοκτονία ή να υιοθετούν αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Επιπλέον, έχει καταγραφεί αύξηση των περιστατικών κατά την εφηβεία.
Ο αυτοκτονικός ιδεασμός συνδέεται άμεσα με παθολογία κατάθλιψης και άλλων ψυχικών διαταραχών. Αυτό που έχει φανεί σε τελευταίες έρευνες και έρχεται να προσθέσει περισσότερα στοιχεία στο κομμάτι αυτό, είναι πως ο αυτοκτονικός ιδεασμός και οι απόπειρες αυτοκτονίας συνδέονται με κάποια στοιχεία του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του ατόμου.
Οι διαπροσωπικές μας σχέσεις και η ποιότητά τους πάντα έπαιζε σημαντικό και καθοριστικό ρόλο στην κοινωνία μας και την ψυχοκοινωνική μας ανάπτυξη. Ένα παραπάνω στις μέρες μας, όπου οι διαπροσωπικές μας σχέσεις φαίνεται να βάλλονται από διάφορους παράγοντες, με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντική έκπτωση. Οι σχέσεις χτίζονται πιο δύσκολα και γκρεμίζονται πολύ πιο εύκολα από ότι παλαιότερα. Με άλλα λόγια, δεν είναι αρκετά ποιοτικές, αλλά αντίθετα επιφανειακές. Διάφοροι παράγοντες συμβάλλουν σε αυτό. Πολύ συχνά ένας κοινός παρονομαστής, κυρίως όταν μιλάμε για ερωτικές & συντροφικές σχέσεις, είναι ο φόβος της δέσμευσης.
Στα γραφεία μας συναντάμε ανθρώπους, οι οποίοι λαχταρούν και προσπαθούν πάρα πολύ να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν μία μακροχρόνια σχέση. Για κάποιον λόγο όμως, κάτι τέτοιο φαίνεται να είναι αδύνατον. Το άτομο βλέπει εξωτερικούς παράγοντες και συγκυρίες, οι οποίες συμβάλλουν στην αποτυχία της σχέσης. Αυτό που δεν βλέπει είναι ότι πολλές φορές σαμποτάρει το ίδιο το άτομο τη σχέση του. Πίσω από αυτή τη συμπεριφορά κρύβεται ο φόβος της δέσμευσης, ο φόβος της απόρριψης και της αποτυχία.
Συναισθηματικό φαγητό ορίζεται η οποιαδήποτε πρόσληψη τροφής με σκοπό την ρύθμιση συναισθημάτων κι όχι οργανικής ανάγκης. Για αυτό και συνήθως η κατανάλωση τροφής αφορά επιβαρυντικά για την υγεία τρόφιμα (υψηλή ζάχαρη, πολλά λιπαρά) που μας γεμίζουν όμως ευχαρίστηση , καθώς ουσιαστικά δεν ταΐζουμε το στομάχι μας αλλά τα συναισθήματά μας. Κυρίως συναισθήματα κενού-έλλειψης, και λύπης-άγχους. Τρώμε για να ανταπεξέλθουμε στο άγχος και τη νευρικότητα που νοιώθουμε ή για να καταπνίξουμε τη στεναχώρια μας και το κενό που νοιώθουμε. Άλλες φορές, τρώμε από ανία ή θυμό, επίσης χωρίς οργανικά να πεινάμε. Όλα αφορούν συναισθήματα , αρνητικά συνήθως, λόγω χαμηλής αυτοπεποίθησης και χαμηλής αυτοεκτίμησης μας.
Οι χρόνιες παθήσεις δεν έχουν να κάνουν μόνο με την οργανική υγεία ενός ανθρώπου , αλλά και με την ψυχολογία του. Ο ασθενής, ο οποίος νοσεί για μεγάλη χρονική περίοδο, είτε αναγκάζεται να ζει με την ασθένεια του, καλείτε πέραν των οργανικών θεμάτων να διαχειριστεί το ψυχολογικό βάρος και τις επιπτώσεις που φέρει μια χρόνια νόσος μαζί της. Ανάλογα με την ασθένεια, τα συμπτώματα που εμφανίζουν οι ασθενείς με χρόνιες παθήσεις, είναι η ανηδονία, διαταραχές στον ύπνο και την όρεξη, απώλεια βάρους, ευερεθιστότητα και μειωμένη συγκέντρωση. Επιπλέον, οι ασθενείς με χρόνιες παθήσεις παρουσιάζουν έντονο το αίσθημα της αποτυχίας, έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση, εμφανίζουν έντονα το αίσθημα του αβοήθητου, βιώνουν ενοχικά συναισθήματα, θλίψη, πολλές φορές αυτοκτονικό ιδεασμό, αίσθημα αυτολύπησης, κοινωνική απόσυρση και έχουν τάση για απομόνωση. Τα παραπάνω πηγάζουν από το γεγονός πως καλούνται να διαχειριστούν καταστάσεις π.χ. έντονου πόνου ή απρόβλεπτων και αιφνίδιων κρίσεων, οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι εκτός ελέγχου του ασθενούς, συχνές νοσηλείες, αλλά και έκπτωση κοινωνικής λειτουργικότητας. Επιπλέον, πολλές φορές τα άτομα αυτά αντιμετωπίζουν προβλήματα εργασιακά και οικογενειακά, μη μπορώντας να ανταποκριθούν πλήρως στους καθημερινούς τους ρόλους που καλούνται να υιοθετήσουν, όπως αυτός του γονέα, του εργαζόμενου, του συντρόφου κ.α. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να υπάρχει έντονο αίσθημα θυμού και οργής, αίσθημα ντροπής, άγχους και καταθλιπτικής διάθεσης.
Στις περιπτώσεις που υπάρχουν παιδιά στην οικογένεια, τα όποια βιώνουν την ασθένεια του γονέα, την καθημερινή εξέλιξη και επακόλουθα της νόσου, ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στον χειρισμό της κατάστασης. Έρευνες έχουν δείξει πως τα παιδιά των χρόνια ασθενών γονέων κατακλύζονται από το αίσθημα της απαίτησης ή της ευθύνης του να αναλάβουν τον ρόλο του φροντιστή. Πολλές φορές υιοθετούν αυτό το ρόλο καθώς ο ασθενής γονέας δεν είναι σε θέση να φροντίσει τον εαυτό του. Έτσι αντιστρέφονται οι ρόλοι και αντί ο γονέας να φροντίζει και να είναι υπεύθυνος για την σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού, το παιδί μπαίνει στο ρόλο να «προσέξει» και να φροντίσει τον γονέα και τις ανάγκες του...
Στις μέρες μας τα περισσότερα παιδιά έχουν ένα γεμάτο καθημερινό πρόγραμμα από δραστηριότητες, διάβασμα, φροντιστήρια, ξένες γλώσσες, προπονήσεις κτλ. Μέσα σε αυτό το τρελό πρόγραμμα τα παιδιά προσπαθούν να προσαρμοστούν , ενώ οι γονείς τρέχουν να προλάβουν να πάνε τα παιδιά τους σε όλες αυτές τις δραστηριότητες, οι οποίες θα ωφελήσουν το παιδί τους, θα τον κάνουν καλύτερο μαθητή, καλύτερο αθλητή κτλ.
Κάποια παιδιά αντιδρούν αρνητικά σε όλο αυτό το υπερφορτωμένο πρόγραμμα αρνούμενα να συμμετέχουν στις δραστηριότητες αυτές, ή συμμετέχουν χωρίς όμως να το απολαμβάνουν, κάνοντας το δηλαδή καταναγκαστικά. Φυσικά υπάρχουν και παιδιά τα οποία δεν θέλουν να μένουν στο σπίτι και στα οποία αρέσει να συμμετέχουν σε πολλές δραστηριότητες.
Τι γίνεται όμως με το χρόνο του παιχνιδιού; Πόσο χρόνο παίζει ένα παιδί μέσα στη μέρα του; Έχει αλήθεια ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι;
Το παιχνίδι είναι πάρα πολύ σημαντικό στην ανάπτυξη του παιδιού και γι’ αυτό θα πρέπει να υπάρχει καθημερινά χρόνος για παιχνίδι μέσα στη μέρα του παιδιού. Δεν είναι πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα. Και φυσικά όταν μιλάμε για παιχνίδι δεν μιλάμε για ατελείωτες ώρες μπροστά σε υπολογιστές και video games, αλλά για το παραδοσιακό παιχνίδι που όλοι γνωρίζουμε και παίζαμε σαν παιδιά.
Σύμφωνα με τον Bundy (2001), το παιχνίδι είναι μια συναλλαγή μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντος που δραστηριοποιείται και ελέγχεται από μέσα (εσωτερικά) και είναι ελεύθερη από τους περιορισμούς της αντικειμενικής πραγματικότητας. Τα οφέλη του παιχνιδιού για το παιδί είναι πολλά και αφορούν διάφορους τομείς της ανάπτυξης του...
Στα γραφεία μας καθημερινά συναντάμε γονείς, οι οποίοι έρχονται ανήσυχοι με κάποιο αίτημα για τα παιδιά τους. Αυτό που διαπιστώνουμε πολλές φορές μέσα από την διαδικασία της συνέντευξης είναι το χάσμα μεταξύ των δύο γονέων, αλλά και την διαφορετική αντίληψη που έχει ο κάθε γονέας για την εκάστοτε κατάσταση και τη συμπεριφορά του παιδιού τους. Αυτό όμως που δημιουργεί μεγαλύτερη δυσκολία είναι όταν οι γονείς δεν τηρούν κοινή γραμμή διαπαιδαγώγησης και μία κοινή στάση αντιμετώπισης του παιδιού.
Με άλλα λόγια ο ένας γονέας προσπαθεί να βάλει όρια, ενώ ο άλλος τα καταρρίπτει. Κάτι τέτοιο φυσικά δημιουργεί σύγχυση στο παιδί καθώς δεν ξέρει ποιοι είναι οι κανόνες μέσα στο σπίτι, ποια είναι τα όρια και αν υπάρχει λόγος ύπαρξης τήρησης τους. Τις περισσότερες φορές τα παιδιά περιφέρονται καθ’ όπως τους βολεύει και σύμφωνα με το συμφέρον τους...
Μπήκε το 2019 και οι περισσότεροι άνθρωποι βλέποντας στη νέα χρονιά ένα νέο ξεκίνημα με νέες ευκαιρίες, θέτουν νέους στόχους για το έτος που ήρθε. Άλλοι πάλι το βλέπουν ως μία συνέχεια του προηγούμενου έτους και στοχεύουν στην εξέλιξη και αυτοβελτίωση της ήδη υπάρχουσας πορείας τους.
Το τι σημαίνει για τον καθένα μας αυτοβελτίωση και εξέλιξη, είναι κάτι πολύ προσωπικό και εξατομικευμένο. Πρωταρχικό και βασικό κομμάτι είναι να βάλουμε νέους στόχους. Οι στόχοι είναι πολύ σημαντικοί γενικότερα στην προσωπική μας ανάπτυξη. Είναι σημαντικό να δουλεύουμε με τον εαυτό μας, να θέτουμε εφικτούς στόχους για το κοντινό μας μέλλον, με στόχο την αυτοβελτίωση, και να πορευόμαστε με βάση αυτούς.
Οι στόχοι μας βοηθούν στην προσωπική εξέλιξη μας. Μας βοηθούν να μη μένουμε στάσιμοι και να βελτιώνουμε κομμάτια της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς μας τα οποία εμείς θέλουμε ή έχουμε επιλέξει. Αυτό μας οδηγεί πιο κοντά στην ευτυχία και την ψυχική/συναισθηματική ικανοποίηση.
Το λάθος που κάνουν πολλοί άνθρωποι είναι πως θέτουν στόχους με βάση τα κριτήρια άλλων, με βάση κοινωνικά πρότυπα ή προσδοκίες τρίτων...
Η γκρίνια, τα παράπονα και η αρνητικότητα είναι κάποια από τα αρνητικά γνωρίσματα στον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Δεν κουράζουν μόνο τους γύρω του αλλά και τον ίδιο. Κάποιοι άνθρωποι έχουν την τάση να είναι αρνητικοί σχεδόν πάντα, γιατί έτσι έμαθαν να λειτουργούν, ενώ κάποιοι άλλοι ανά διαστήματα και με βάση τα όσα τους συμβαίνουν στην καθημερινότητα και στην ζωή τους.
Χαρακτηριστική συμπεριφορά είναι η δραματοποίηση διαφόρων καταστάσεων, η γκρίνια για όσα μας συμβαίνουν, για όσα δεν μας συμβαίνουν, για όσα δεν έχουμε και θα θέλαμε, για όσα έχουν οι άλλοι κι όχι εμείς, για την αδικία γύρω μας και στην κοινωνία την οποία ζούμε, και γενικότερα μια γενικευμένη τάση μεμψιμοιρίας και εστίασης στα αρνητικά, αλλά και στην αρνητική ερμηνεία που δίνουμε εμείς οι ίδιοι σε μια κατάσταση αρνητική, ουδέτερη ακόμα και θετική...
Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες ντρέπονται το ίδιο για την οργή τους, παρόλο που όπως φαίνεται την βιώνουν και την εκφράζουν τελείως διαφορετικά. Η κοινωνικοποίηση των φύλων μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο οι άνδρες και οι γυναίκες διαχειρίζονται τον θυμό τους, δείχνουν οι έρευνες.
"Και οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν ευνοηθεί ελάχιστα από τον κοινωνικό ρόλο των φύλων τους διαχρονικά , στο θέμα του θυμού ", λέει η ψυχολόγος Sandra Thomas PhD, κορυφαία ερευνητής στην οργή των γυναικών , και μετέπειτα ερευνήτρια και στις εμπειρίες των ανδρών με τον θυμό (a.p.a journal vol34 2003). "Οι άντρες έχουν ενθαρρυνθεί κοινωνικά να είναι πιο εμφανείς με την οργή τους."...