Πόσο καλή επικοινωνία έχουμε με τα παιδιά μας; Οι περισσότεροι γονείς σε αυτή την ερώτηση απαντούν λέγοντας « Έχουμε πολύ καλή επικοινωνία με το παιδί» «Μιλάμε συνέχεια». Είναι όμως αυτή η επικοινωνία ουσιαστική; Κατανοούμε το παιδί μας και το πρόβλημα του; Τι μηνύματα λαμβάνει το παιδί από την στάση μας; Πως ερμηνεύει αυτά που λέμε;
Η καλή επικοινωνία με το παιδί μας προάγει την ψυχική του ανάπτυξη και ευνοεί τον αμοιβαίο σεβασμό, την διαχείριση συναισθημάτων και την αυτοεκτίμηση του. Πολλές φορές πάνω στην κουβέντα οι γονείς δεν καταλαβαίνουν πως ηθικολογούν, καθοδηγούν, κακοχαρακτηρίζουν ή ακόμα και ματαιώνουν το παιδί με αυτά που λένε, στην προσπάθεια τους να εξομαλύνουν μια κατάσταση. Φράσεις που παραπέμπουν στα παραπάνω είναι για παράδειγμα «Ωχ, πάλι με αυτό ασχολείσαι;», «τα καλά παιδιά δεν το κάνουν αυτό» ή «Είσαι τεμπέλης!».
Σημαντικό και αρχικό μέλημα των γονέων είναι να δώσουμε στο παιδί μας να καταλάβει ότι σεβόμαστε την άποψη και τα συναισθήματα του ακόμα και αν διαφωνούμε. Ότι το ακούμε με προσοχή και δεν το ακυρώνουμε. Με άλλα λόγια ότι είμαστε διαθέσιμοι. Για να συμβεί αυτό πρέπει πρώτα ο γονέας να μάθει να ¨ακούει¨. Δίνουμε χρόνο στο παιδί να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ακούγοντας με προσοχή και χωρίς να το διακόπτουμε. Σε αυτή τη διαδικασία η βλεμματική επαφή με το παιδί είναι ιδιαίτερα σημαντική. Εάν το παιδί μας μιλάει κι εμείς κάνουμε δουλειές τότε θα το εκλάβει ως αδιαφορία από μέρους μας. Το παιδί πρέπει να αισθανθεί πως το κατανοούμε και λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας τους προβληματισμούς του όσο ασήμαντοι κι αν μας φαίνονται. Για το παιδί μας είναι σημαντικοί.
Κάνοντας στο παιδί ανοιχτές ερωτήσεις μπορούμε να το παρακινήσουμε να μας εκφράσει ακόμα περισσότερα και να μάθουμε περισσότερες λεπτομέρειες για το τι αισθάνεται. Αυτή η διαδικασία φέρνει τα παιδί πιο κοντά στον γονέα και ενισχύεται το δέσιμο μεταξύ τους. Οι ανοιχτές ερωτήσεις ξεκινάνε με «τι.., πώς, γιατί» ή «θα ήθελες να μου πεις…;»
Βασικό κομμάτι της ενεργητικής ακρόασης είναι η αναγνώριση του συναισθήματος του παιδιού...
Ο όρος bullying άρχισε να γίνεται πιο έντονος και να τον συναντάμε πιο συχνά τα τελευταία χρόνια, το φαινόμενο όμως προϋπήρχε και σε πολύ παλαιότερες κοινωνίες. Καθώς όμως η επιθετικότητα και η βία αυξάνονται στις μέρες μας, αναλόγως αυξάνονται και τα κρούσματα αυτού του φαινομένου, το οποίο άρχισε να γίνετε περισσότερο αντιληπτό από γονείς, δασκάλους και επιστήμονες, με αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί οι μελέτες πάνω στο φαινόμενο αυτό.
Με τον όρο bullying αναφερόμαστε σε οποιαδήποτε μορφή παρατεταμένης βίας, είτε είναι σωματική, ψυχολογική, λεκτική ή ακόμα και σεξουαλική. Συναντάται στα σχολεία αλλά και έξω από αυτά. Επιπλέον το cyberbullying είναι μια μορφή εκφοβισμού ή οποία παρατηρείται διαδικτυακά. Ο βανδαλισμός είναι επίσης μια μορφή bullying. Στόχος είναι ο εκφοβισμός ή ο κοινωνικός αποκλεισμός ενός παιδιού. Παρακάτω ακολουθούν κάποιες μορφές εκφοβισμού:
· Κλοπή
· Υβριστικές εκφράσεις
· Απειλές
· Εκβιασμός
· Ζημιές στην περιουσία του άλλου παιδιού
· Σωματική βία
· Εκβιαστικά τηλεφωνήματα
· Διάδοση αρνητικών φημών
Αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής είναι ο αποδέκτης να αισθάνεται ανασφαλής, δυστυχία, τρόμο και να απομονώνεται. Πολλές φορές κατηγορεί το εαυτό του για αυτό που του συμβαίνει και δεν μιλάει σε κανέναν για τα περιστατικά βίας που βιώνει. Σε αρκετές περιπτώσεις το παιδί αναπτύσσει σχολική φοβία, η οποία εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους όπως άρνηση του παιδιού να θέλει να πάει σχολείο, εμφάνιση σωματικών συμπτωμάτων όπως πόνος στην κοιλιά όταν έρχεται η ώρα να πάει σχολείο, παρατεταμένο άγχος, έντονη ανησυχία, νευρικότητα κ.α.
Οι θύτες
Ο εκφοβισμός ασκείται συνήθως από μια ομάδα «ισχυρών» παιδιών προς ένα πιο αδύναμο παιδί. Οι λόγοι για τους οποίους ένα παιδί γίνεται θύτης ποικίλουν. Είτε για να γίνει δημοφιλές, είτε για να φανεί ισχυρό, να λάβει τον θαυμασμό, να θρέψει τον εγωισμό του κ.α. Κύριος στόχος είναι να έχουν τον έλεγχο. Πολλές φορές τα παιδιά αυτά έχουν δεχτεί εκφοβισμό στο παρελθόν, ή είναι κάτι το οποίο βιώνουν καθημερινά στην οικογένεια τους με αποτέλεσμα να έχουν υιοθετήσει αυτή τη συμπεριφορά...
Ο θυμός είναι ένα από τα βασικά συναισθήματα το οποίο όλοι μας έχουμε βιώσει ακόμα από την παιδική μας ηλικία. Από παιδιά λαμβάνουμε διάφορα μηνύματα ως προς τον θυμό και τον τρόπο εκδήλωσης του είτε από την τηλεόραση και τα μέσα επικοινωνίας είτε από τον περίγυρο μας, τους γονείς , τους δασκάλους , την κοινωνία στην οποία ζούμε. Πολλά από αυτά τα μηνύματα που δεχόμαστε είναι διφορούμενα και πολλές φορές έρχονται σε κόντρα μεταξύ τους. Πολλές φορές έχουμε ακούσει «Δεν θυμώνουμε!», άλλοι πάλι λένε ότι ο θυμός πρέπει να εκφράζεται και να μην συσσωρεύεται, ενώ κάποιοι τρίτοι ότι πρέπει να ελέγχουμε τον θυμό μας και να μην τον εκδηλώνουμε. Αποτέλεσμα είναι πολλά και διαφορετικά μηνύματα τα οποία μπερδεύουν και αποπροσανατολίζουν τα παιδιά και ιδιαίτερα τους εφήβους, οι οποίοι στην κρίσιμη αυτή ηλικία φαίνεται να έχουν περίσσια οργή και θυμό μέσα τους.
Αυτό που θα πρέπει να γνωρίζει ένα παιδί στην εφηβεία είναι ότι το συναίσθημα του θυμού είναι απόλυτα φυσιολογικό και δεν υποδηλώνει κάποια συναισθηματική αστάθεια. Είναι στη φύση του ανθρώπου όπως οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα π.χ. θλίψη, χαρά, φόβος, ενοχή κτλ. Επιπλέον, ο θυμός ποικίλει σε ένταση και διάρκεια, ξεκινώντας από την ενόχληση και καταλήγοντας στη οργή. Αυτό λοιπόν που δεν είναι αποδεκτό, δεν είναι το συναίσθημα αυτό καθ’αυτό αλλά η επιθετικότητα και η αγριότητα που μπορεί να επιφέρει σαν μέσω εκδήλωσης.
Σε πολλές καταστάσεις ο θυμός είναι το δευτερεύον συναίσθημα...
Πόσες φορές δεν έχετε ακούσει από το αγγελούδι σας αυτή την ερώτηση; Τα παιδιά κυρίως προσχολικής ηλικίας πολλές φορές ζητάνε να αφήσουν το κρεβατάκι τους και να έρθουν στο δικό σας για ύπνο. Σύντομα η μία φορά γίνονται πέντε, οι πέντε δέκα και στο τέλος φτάνετε να κοιμάστε με το παιδί σας κάθε βράδυ και να δυσκολεύεστε να το πείσετε να κοιμηθεί στο δωμάτιο του. Κάτι τέτοιο αποδεικνύεται προβληματικό τόσο για το παιδί όσο και για το ζευγάρι.
Το μικρό σας μπορεί να προφασιστεί χίλιους δύο λόγους για να κοιμηθεί μαζί σας, από το ¨πονάει κοιλίτσα μου¨ και το ¨φοβάμαι να κοιμηθώ μόνος μου¨ μέχρι το ¨ένας δράκος είναι στο δωμάτιο μου!¨. Όσο χαριτωμένο και ευχάριστο κι αν είναι στην αρχή, και όσο κι αν το επιθυμεί και η μητέρα, η αποδοχή μιας τέτοιας συμπεριφοράς κρύβει παγίδες, καθώς μπορεί να εξελιχτεί σε χρόνια κατάσταση. Πολλά είναι τα ζευγάρια τα οποία καταλήγουν να κοιμούνται σε ξεχωριστά κρεβάτια ώστε να κοιμηθεί το παιδί με τη μαμά επειδή επιμένει ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί μόνο του και αρνείται να επιστρέψει στο δωμάτιο του. Ακόμα όμως κι όταν οι γονείς επιμένουν ότι το παιδάκι τους πρέπει να κοιμηθεί στο δωμάτιο του, αυτό βρίσκει τρόπους να τρυπώνει κρυφά κάτω από τα σκεπάσματα τους με αποτέλεσμα οι γονείς να αντιλαμβάνονται κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της νύχτας ότι έχουν έναν επισκέπτη στο κρεβάτι τους. Πολλά ζευγάρια παραπονιούνται πως όταν ξυπνάνε βρίσκουν το παιδάκι τους ξαπλωμένο στα πόδια τους και πως όσες φορές κι αν προσπάθησαν να το βάλουν να κοιμηθεί στο δωμάτιο του δεν είχε επιτυχία.
Μια τέτοια συμπεριφορά ενώ φαίνεται να ευνοεί το παιδί προσωρινά, το βλάπτει μακροπρόθεσμα. Το παιδί γίνεται εξαρτημένο από τους γονείς ενώ αντίθετα είναι το διάστημα εκείνο στην ανάπτυξη του όπου θα έπρεπε να αρχίζει να χτίζει την αυτονομία και την ανεξαρτησία του, στο βαθμό που του επιτρέπεται από το ηλικιακό στάδιο στο οποίο βρίσκεται. Αυτό φυσικά συμβάλλει και στην ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης του και το αίσθημα σιγουριάς και ασφάλειας το οποίο αναπτύσσει. Το παιδί όντας προσκολλημένο στους γονείς του δεν αισθάνεται αρκετά σίγουρο και δυνατό για τον εαυτό του και αρχίζει να αναζητά όλο και περισσότερο την ασφάλεια που του παρέχει η παρουσία του γονέα.
Επιπλέον, φθορά προξενείται και στο ζευγάρι...
Η πρώτη φορά του παιδιού στο νηπιαγωγείο είναι και η πρώτη μεταβατική φάση από το οικογενειακό και ασφαλές πλαίσιο σε ένα καινούριο, στο πλαίσιο του σχολείου. Πηγαίνοντας στο σχολείο το παιδί έρχεται σε επαφή με καινούρια άτομα, καινούριες συνήθειες και πρόγραμμα. Μαθαίνει να κοινωνικοποιείται, να είναι δημιουργικό, να συμμετέχει σε ομαδικές δραστηριότητες με συλλογικό πνεύμα, μαθαίνει να ξεχωρίζει ρόλους και να λειτουργεί μέσα στα πλαίσια και όρια του καθενός. Αρχίζει να απογαλακτίζεται.
Τι γίνεται όμως με τα αρνητικά στοιχεία στα οποία το παιδί εκτίθεται; Πώς μπορούν οι γονείς να το βοηθήσουν να τα διαχειριστεί και να τα αντιμετωπίσει; Όταν το παιδί εκτίθεται για πρώτη φορά στο σχολείο καλείται να αντιμετωπίσει κάποιες αρνητικές συμπεριφορές με τις οποίες πιθανότατα δεν έχει έρθει σε επαφή ως τώρα, όντας προστατευμένο στο οικογενειακό περιβάλλον και υπό την φροντίδα και συνεχή παρακολούθηση των γονέων του. Τέτοιες συμπεριφορές είναι η κοροϊδία, η βία και η αποδοκιμασία που μπορεί να δεχτεί το παιδί από άλλα παιδάκια με τα οποία βρίσκεται μαζί στο νηπιαγωγείο και συναναστρέφεται πλέον καθημερινά.
Όταν το παιδί 2-3 ετών, βρίσκεται μπροστά σε μια τέτοια συμπεριφορά πολύ πιθανόν να μην ξέρει πώς να την διαχειριστεί, ούτε καν πώς να την εκλάβει. Δεν μπορεί να την εξηγήσει, ούτε ξέρει τι αισθήματα να νοιώσει. Πολλές φορές βλέπουμε παιδάκια νηπιακής ηλικίας να μην αντιδράνε στα χτυπήματα και τα πειράγματα που δέχονται από άλλα παιδιά...
Η μετάβαση του παιδιού από το ασφαλές και οικείο οικογενειακό πλαίσιο στο πλαίσιο του σχολείο είναι πολύ σημαντικό στάδιο για την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη. Αν εξαιρέσουμε το πρώτο στάδιο προσαρμογής, τα περισσότερα παιδιά δεν παρουσιάζουν κανένα πρόβλημα στην διαδικασία ένταξη τους στο καινούριο περιβάλλον και την συναναστροφή τους με τα καινούρια άτομα. Τι γίνεται όμως όταν το παιδί αρνείται να πάει στο σχολείο και πότε μπορούμε να μιλάμε για σχολική φοβία;
Ένα παιδί μπορεί να μην θέλει να πάει στο σχολείο για διάφορους λόγους. Τις περισσότερες φορές το πρόβλημα προέρχεται από το σχολικό περιβάλλον, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να συνυπάρχουν και προσωπικοί παράγοντες. Ένας από τους κύριους λόγους που ένα παιδί αρνείται να πάει στο σχολείο είναι το γεγονός ότι δεν είναι καλό στα μαθήματα. Στις περισσότερες φορές, το παιδί αντιμετωπίζει μαθησιακές δυσκολίες οι οποίες δεν έχουν γίνει αντιληπτές από τους γονείς και δεν έχουν διαγνωστεί από κάποιον ειδικό. Σαν αποτέλεσμα το παιδί αισθάνεται μια συνεχή αποτυχία και ματαίωση παρόλη την προσπάθεια που καταβάλλει. Ως συνέπεια νιώθει υποδεέστερο από τα άλλα παιδιά της τάξης του, ανίκανο να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό και αρνείται να πάει στο σχολείο. Σε αυτό πολλές φορές έρχεται να προστεθεί η απόρριψη που λαμβάνει από τους γονείς του προερχόμενη από την αντίδραση θυμού τους, όταν το παιδί τους δεν τα πάει καλά στα μαθήματα. Επιπλέον, αισθάνεται ότι τους απογοητεύει και ότι δεν αξίζει την αγάπη τους. Όσο πιο υψηλές είναι οι απαιτήσεις των γονέων τόσο μεγαλύτερο είναι και το άγχος που βιώνει ένα παιδί στην προσπάθεια του να ικανοποιήσει τα στάνταρτ των γονιών του.
Οι κακές σχέσεις με τους δασκάλους και η έλλειψη επικοινωνίας είναι ένας ακόμα λόγος που μπορεί να οδηγήσει το παιδί στην άρνηση. Προβλήματα πειθαρχίας και περιστατικά αντικοινωνικής συμπεριφοράς δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο τη σχέση εκπαιδευτικού- μαθητή. Σημαντικό ρόλο όμως παίζει και η σχέση του παιδιού με τους συμμαθητές του. Όταν το παιδί δυσκολεύεται να κάνει φίλους ή λαμβάνει την αποδοκιμασία και τον εκφοβισμό των συμμαθητών του, αντιμετωπίζει το σχολικό περιβάλλον ως εχθρικό. Στις περιπτώσεις δε που υπάρχει βία, είτε σωματική είτε λεκτική, δημιουργείται έντονο αίσθημα ανασφάλειας, φόβου και άγχους στο παιδί, το οποίο είναι δύσκολο να διαχειριστεί. Σαν αποτέλεσμα και προκειμένου το παιδί να αποφύγει να βιώσει αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, αποφεύγει και το ίδιο το σχολείο.
Όταν όμως μιλάμε για σχολική φοβία θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί καθώς μιλάμε για μια ιδιαίτερα σοβαρή κατάσταση, η οποία ορίζεται ως ψυχική διαταραχή...
-Αναθέστε καινούριες ευθύνες στο παιδί που θα το κάνουν να αισθανθεί πιο σίγουρο για τον εαυτό του. Όταν δεν συμβαίνει αυτό το παιδί αισθάνεται πως δεν το εμπιστεύεστε ή πως δεν είναι ικανό να αναλάβει καινούριες ευθύνες.
-Αφήστε τον να πάρει πρωτοβουλίες και αποφάσεις, ώστε να αναπτύξει το αίσθημα εμπιστοσύνης στον εαυτό του για τις αποφάσεις του. Επαινέστε τον μετά για την σωστή του επιλογή. Εάν η επιλογή του είναι λανθασμένη αφήστε τον να μάθει από τα λάθη του και να βιώσει τις συνέπειες, ώστε να μπορεί αργότερα να διαχειριστεί παρόμοιες καταστάσεις και συναισθήματα.
-Παραχωρήστε του αρκετή αυτονομία και ανεξαρτησία. Εάν δεν αισθανθεί ανεξάρτητο θα του δημιουργηθούν συναισθήματα άγχους, φόβου και εξάρτησης από άλλους. Δώστε του ελευθερία ώστε να μάθει να έχει αυτοέλεγχο και να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του όταν χρειαστεί.
-Προσπαθήστε να περνάτε καθημερινά ποιοτικό χρόνο με το παιδί σας. Αυτό σημαίνει να αφιερώνεται κάποιον από το προσωπικό σας χρόνο και να εμπλέκεστε σε δραστηριότητες εξολοκλήρου με το παιδί σας, κάνοντας κάτι που αρέσει σε αυτό. Το να ζωγραφίζει το παιδί στο τραπέζι της κουζίνας όσο εμείς κάνουμε δουλειές δεν θεωρείται ποιοτικός χρόνος! Πρέπει να επικεντρωθούμε στο παιδί και στην δραστηριότητα που αυτό έχει επιλέξει να κάνουμε μαζί.
Μαρία Κατσαούνη, Ψυχολόγος Υγείας, MSc
Στις μέρες μας ένας στου δυο γάμους οδηγείται σε διαζύγιο. Όταν το ζευγάρι έχει αποκτήσει παιδί ο χωρισμός γίνεται πιο δύσκολος, καθώς οι επιπτώσεις μιας τέτοιας απόφασης δεν έχει αντίκτυπο μόνο στο ζευγάρι, αλλά κυρίως στο παιδί το οποίο δεν έχει επιλέξει αυτή την κατάσταση. Σαφώς, το ουσιαστικό είναι το παιδί να μεγαλώνει με αγάπη σε ένα ήρεμο περιβάλλον και όχι σε ένα περιβάλλον με καυγάδες και φωνές. Τι γίνεται όμως όταν μετά από ένα διαζύγιο, ένας από τους δυο γονείς αποφασίσει να ξαναφτιάξει την ζωή του με έναν καινούριο άνθρωπο; Πόσο εύκολο είναι να δεχθεί το παιδί το νέο σύντροφο και να προσαρμοστεί στο νέο οικογενειακό πλαίσιο;
Για να μπορέσει ένα παιδί να διαχειριστεί το καινούριο ξεκίνημα του γονέα θα πρέπει να έχει δουλέψει μέσα του και να έχει αποδεχθεί (στο βαθμό που του επιτρέπεται ηλικιακά) το χωρισμό και διαζύγιο των γονιών του. Ένα παιδί που δεν έχει αποδεχτεί τον χωρισμό παρουσιάζει έντονα συναισθήματα θυμού, απώλειας, φόβου εγκατάλειψης ακόμα και ενοχών. Ως εκ τούτου, η εισβολή ενός νέου ατόμου έρχεται να ενισχύσει τα παραπάνω συναισθήματα, με αποτέλεσμα το παιδί να αντιδράει αρνητικά και πολλές φορές επιθετικά τόσο προς το νέο σύντροφο όσο και προς τον γονέα του.
Στην περίπτωση που το παιδί ζει με την μητέρα του, η οποία έχει αποφασίσει να ξαναπαντρευτεί, δυο είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα. Πρώτον, είναι ο φόβος του παιδιού ότι θα χάσει την μητέρα του από τον ¨εισβολέα¨, δηλαδή τον καινούριο της σύντροφο. Αυτό έχει να κάνει περισσότερο με την συναισθηματική κάλυψη που λαμβάνει το παιδί από την μητέρα του. Η ανησυχία αυτή έγκειται στον χρόνο, την προσοχή και την αγάπη που θα πρέπει να αφιερώσει η μητέρα στον νέο της σύζυγο. Με άλλα λόγια το παιδί φοβάται ότι θα χάσει μερίδιο αγάπης από την μητέρα του και αισθάνεται ότι απειλείται από το νέο σύντροφο. Δεύτερο αλλά εξίσου σημαντικό συναίσθημα είναι η αντικατάσταση του πατέρα του. Το παιδί νοιώθει ότι ο καινούριο σύζυγος έρχεται να αντικαταστήσει τον πατέρα του κάτι που βεβαίως είναι φύσην αδύνατο. Το παιδί αισθάνεται πως αποδέχοντας τον καινούριο σύντροφο είναι σαν να αντικαθιστά συναισθηματικά και να ακυρώνει τον πατέρα του. Αισθάνεται ότι τον προδίδει. Σε αυτά τα δύο θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη βάση οι γονείς πρωταρχικά, ώστε το παιδί να μην νοιώσει ότι απειλείται.
Βέβαια, ένας καινούριος σύζυγος, ένας πατριός δεν έρχεται μόνος του...