Η περισσότερη και συνεχής απασχόληση , υποδηλώνει επιτυχία. Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους που όλοι με κάποιο τρόπο ακολουθούν.

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι ακούραστος και δεν είναι προγραμματισμένος να λειτουργεί αδιάκοπα. Χρειάζεται στιγμές ανάπαυσης όπως κάθε ανθρώπινο όργανο.

Η υπεραναλυτική σκέψη οδηγεί στο άγχος, κι αυτό είναι μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Επίσης αλήθεια είναι όμως ότι η ικανότητα υπερανάλυσης στην σκέψη από μόνη της δεν οδηγεί πουθενά, είναι οι γνωσίες μας που θα οδηγήσουν αυτήν μας την ικανότητα είτε σε άγχος, είτε σε καινοτόμες ιδέες.

Η παραγωγική και η μη παραγωγική σκέψη έχουν απίστευτα μικρή απόσταση μεταξύ τους. Μπορούμε να υπεραναλύουμε ένα θέμα στην δουλειά μας για παράδειγμα , μέσα από το πρίσμα προσωπικής ανασφάλειας ή αισθήματος ανεπάρκειας (δυσλειτουργικές γνωσίες) οπότε και να οδηγηθούμε σε αγχωτικές αλυσιδωτές σκέψεις. Η μικρή λεπτομέρεια εδώ είναι ότι όταν φτάσουμε στην έναρξη αυτής της αλυσίδας, μικρή σημασία έχει πλέον εάν είμαστε υπεραναλυτικοί ή όχι, δηλαδή με απλά λόγια σε εκείνο το σημείο υπερισχύει η αγχωτική σκέψη και όχι η υπεραναλυτική. Αντίστοιχα μπορούμε για παράδειγμα να υπεραναλύσουμε ένα θέμα στην δουλειά μας , εντελώς επαγγελματικά , μεθοδικά , χωρίς να το παίρνουμε προσωπικά (λειτουργικές γνωσίες) και να οδηγηθούμε σε καινοτόμες κι ευρηματικές αλυσιδωτές σκέψεις οι οποίες και θα μας οδηγήσουν σε εξεύρεση λύσεων και πολλαπλών επιλογών πάνω σε αυτές. Είναι συνεπώς η «βάση» του ψυχισμού μας πάνω στην οποία λειτουργεί η υπερανάλυση, και που την καθιστά λειτουργική ή αγχωτική για εμάς.

Όπως κάθε έννοια η οποία γίνεται viral , έτσι και η συναισθηματική νοημοσύνη χρησιμοποιείται ευρέως για λάθος αφορμές και με λάθος παραδείγματα. Ταυτίζεται κυρίως, στο μυαλό των περισσοτέρων, με την ύπαρξη μιας αυξημένης νοημοσύνης στο συναίσθημα. Η ύπαρξη όμως συναισθήματος δεν σε καθιστά αυτόματα νοήμων συναισθηματικά. Και φυσικά το όσο περισσότερο συναίσθημα, τόσο περισσότερη συναισθηματική νοημοσύνη είναι μια εντελώς άκυρη ερμηνεία.

Μπορεί ένας ναρκισσιστής θεραπευόμενος να προσπαθήσει να χειραγωγήσει την πορεία της θεραπείας; Είναι κάτι που συναντάμε συχνά κυρίως στη θεραπεία ζεύγους αλλά όχι μόνο σε αυτήν, συχνά το συναντάμε και στην ατομική θεραπεία.

Ο ναρκισσιστής ως εξαιρετικά διπλωματικός άνθρωπος, παίζει πάντοτε μια παράσταση είτε βρίσκεται σε ιδιωτικό περιβάλλον η σε δημόσιο. Υπηρετεί έναν ρόλο από τον όποιο ρόλο επιθυμεί να βγαίνει πάντα κερδισμένο το εγώ του. Αυτός είναι ο ένας και μοναδικός σκοπός κάθε πράξης του. Δεν αναγνωρίζει τα λάθη του, ουσιαστικά θα αποφύγει να μιλήσει για αυτά, θα προσπαθήσει με τα λόγια του να πείσει ότι ο ίδιος είναι συναισθηματικά σταθερός και ρυθμισμένος, με λίγα λόγια η προσπάθειά του θα επικεντρωθεί στο να παρουσιαστεί ως ο θετικός καταλύτης κάθε σχέσης.

Οι άνθρωποι αναζητούμε πρότυπα συσχέτισης εννοιών ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχουν , με σκοπό να αποδώσουμε νόημα σε κάθε τι. Θέλουμε να συνδέσουμε τις τελείες ακόμα και όταν οι πληροφορίες ή τα δεδομένα είναι εντελώς άσχετα ή τυχαία μεταξύ τους γιατί πολύ απλά όταν τα ανούσια πράγματα γίνονται σημαντικά, η ύπαρξη μας αισθάνεται ιδιαίτερη. Η Αποφένια είναι μια ευρεία έννοια που περιλαμβάνει την αντίληψη ύπαρξης κάποιου προτύπου σε οτιδήποτε, από την ακολουθία αριθμών στα κέρδη του λαχείου έως ένα μοτίβο σε στατιστικά δεδομένα ή σε επαναλήψεις τυχαίων γεγονότων.

Πρωτοεμφανίστηκε σαν έννοια βιβλιογραφικά, τη δεκαετία του 1950 από τον Γερμανό ψυχίατρο και νευρολόγο Klaus Conrad. Ο όρος είναι από την ελληνική λέξη «αποφαίνω» (αναδεικνύω, εμφανίζω). Ο Conrad περιέγραψε την Αποφένια σε ψυχωτικούς ασθενείς που είχαν διαστρεβλώσεις της αντίληψης. Η Αποφένια δεν είναι διαταραχή ή ψυχική ασθένεια, είναι μια φυσιολογική και κοινή ανθρώπινη εμπειρία.

Νιώθουμε θιγμένοι όταν δεν εισπράττουμε σεβασμό. Τον οποίον για να τον εισπράξουμε πρέπει καταρχάς να τον έχουμε , να σεβόμαστε τον εαυτό μας, και κατά δεύτερον να βάζουμε όρια ώστε να τον κερδίζουμε. Όταν έχουμε όρια, τότε έχουμε και έλεγχο σε ότι σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε και ζούμε. Τα όρια ουσιαστικά αφορούν την αποδοχή της ευθύνης για τον εαυτό μας και το περιβάλλον μας. Η καθιέρωση σαφών ορίων επιδεικνύουν αυτοσεβασμό και είναι βασικό συστατικό για να γίνουμε πνευματικά δυνατότεροι και ψυχικά υγιέστεροι.

Κάθε μας ένστικτο, όσο επιφανειακά κι αν εκφράζεται, ουσιαστικά συνδέεται με τα δυο βασικά μας της επιβίωσης (ζωής), και του θανάτου.

Τι μας κάνει να εμπιστευόμαστε ακραία το ένστικτό μας; Γιατί δύσκολα το αμφισβητούμε; Κι είναι τελικά ένας ασφαλής οδηγός για τις επιλογές μας;

Σε όλους μας εκφράζεται κατά καιρούς το φαινόμενο της παράδοξης επιθυμίας. Ως τέτοια εννοούμε οποιαδήποτε κατάσταση την οποία η λογική λέει ότι πρέπει να αποφύγουμε, αλλά υπάρχει η έντονη επιθυμία μας να την ακολουθήσουμε. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της παράδοξης επιθυμίας είναι το φαινόμενο «υψηλής θέσης» όπως ονομάζεται: εάν βρεθούμε στην άκρη της στέγης ενός πολύ ψηλού κτιρίου το να κοιτάξουμε κάτω είναι παραπάνω από τρομακτικό. Αυτό δεν οφείλεται μόνο λόγω του συνειδητού φόβου να πέσουμε, αλλά και της ασυνείδητης επιθυμίας και παρόρμησης να πηδήξουμε. Αυτό έχει ονομαστεί «φαινόμενο υψηλής θέσης» και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένδειξη αυτοκτονικού ιδεασμού. Συχνά εμφανίζεται σε άτομα που είναι ευαίσθητα στο άγχος και γενικά εμφανίζεται έως και στο 60% του γενικού πληθυσμού χωρίς καμία κλινική διάγνωση.

Η ζήλεια είναι φυσιολογικό συναίσθημα το οποίο κάθε άνθρωπος θα νιώσει κάποιες στιγμές της ζωής του , και μπορεί να έχει και θετικό αντίκτυπο ενεργοποιώντας τον προς την κατεύθυνση επίτευξης ή απόκτησης.

Όταν η ζήλεια αποκτά διάρκεια και εκτείνεται ως συναίσθημα σε μια διαρκή αρνητικότητα προς κάθε κατάσταση που δεν περιλαμβάνει το άτομο, τότε μιλάμε για φθόνο. Συνοπτικά προσωπικά την ζήλεια θα την όριζα ως «επιθυμώ αυτό που έχεις ή σου συμβαίνει» και τον φθόνο ως «δεν αντέχω να σε βλέπω να έχεις ή να σου συμβαίνει αυτό που επιθυμώ αλλά δεν συμβαίνει σε μένα».

Πρόκειται για πολύ αρνητικό συναίσθημα και είναι σημαντικό να το αναγνωρίζουμε όταν υπάρχει, τόσο στους άλλους όσο και σ εμάς.

Τον φθόνο τον γεννά όχι η απουσία αντικειμένων ή καταστάσεων που απουσιάζουν, άλλωστε συνήθως είναι πλεονάζοντα , αλλά η αναγνώριση των άλλων που θα δινόταν στο άτομο εάν τα είχε.

Οι άνθρωποι με φθόνο πολύ σπάνια κάνουν κομπλιμέντα...

Οι άνθρωποι, κατά πλειοψηφία, υποτιμούν την θετική εντύπωση που δίνουν σε μια πρώτη συνάντηση με άλλους ανθρώπους. Είναι αυτό που ονομάστηκε The Liking Gap. Η ερώτηση «ήμουν άραγε αρκετά καλός/ή;» είναι μια ερώτηση πάρα πολύ συχνή σε διαφορετικές καταστάσεις, και μάλιστα ασχέτως από τον βαθμό που επιθυμούμε την επιβεβαίωση, και σε πολλά επίπεδα πχ μια ερωτική γνωριμία, μια συνέντευξη εργασίας, μια κοινωνική εκδήλωση κα...

Θα μπορούσε η τεχνητή νοημοσύνη στο μέλλον να αντικαταστήσει τον Ψυχολόγο και να αλλάξει την μορφή της Ψυχοθεραπείας όπως την ξέρουμε σήμερα;

Η ψυχοθεραπεία δεν θεραπεύει. Οδηγεί στην θεραπεία. Κι αυτό είναι το πρώτο και κυριότερο που πρέπει να μεταδώσουμε σε κάθε άνθρωπο που εισέρχεται στο γραφείο του Ψυχολόγου , με όποιο αίτημα κι αν έχει. Αυτό είναι που θα τον οδηγήσει στην ενεργητική εκείνη στάση , η οποία είναι απαραίτητη για να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Αν μείνει με την πίστη ότι η ψυχοθεραπεία θεραπεύει , θα μείνει παθητικός, απαιτητικός και τελικά αναποτελεσματικός για τον ίδιο του τον εαυτό. Η ψυχοθεραπεία δημιουργεί στον ασθενή εκείνο το περιβάλλον σταθερότητας κι εναλλακτικής οπτικής, το οποίο θα ανοίξει την σκέψη της λειτουργικότητάς του για να οδηγηθεί ο ίδιος στην θεραπεία του εαυτού του.

Σελίδα 1 από 17